- μανδυοφόρος
- -οαυτός που φορά μανδύα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
μανδυώτης — μανδυώτης, ὁ (Μ) (για μοναχό) αυτός που φορά μανδύα, μανδυοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + κατάλ. ώτης (πρβλ. θιασ ώτης, στρατι ώτης)] … Dictionary of Greek